σκάση

σκάση
η, Ν [σκά(ζ)ω]
1. σκασίλα
2. παροιμ. «κάμποσοι από τη σκάση τους πλαντούν από το γέλιο» — λέγεται για εκείνους που εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους κατά τρόπο αντίθετο προς τον συνηθισμένο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκάση — η μεγάλη δυσφορία, στενοχώρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάσῃ — σκάζω limp aor subj mid 2nd sg σκάζω limp aor subj act 3rd sg σκάζω limp fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκασίλα — και σκαΐλα, η, Ν 1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, λύπη, δυσαρέσκεια 2. φρ. «σκασίλα μου!» ή «σκασίλα που μ έφαγε!» ή «είχα μια σκασίλα!» ειρων. δεν μέ νοιάζει καθόλου, δεν δίνω δεκάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάση + κατάλ. ίλα (πρβλ. μαυρ ίλα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”